- κελήτιον
- κελήτιον, τὸ (Α)(υποκορ. τού κέλης*) μικρή και γρήγορη λέμβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, -ητος + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελήτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίοις — κελήτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίου — κελήτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίῳ — κελήτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελήτια — κελήτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)